- κουνζίτης
- ο(ορυκτ.) ρόδινη ή ιώδης ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού σποδούμενο, που αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kunzite < όνομα τού George Kunz, Αμερικανού ειδικού στους πολύτιμους λίθους + κατάλ. -ite].
Dictionary of Greek. 2013.